- πρίσμα
πρίσμα, τό, das Gesägte, Sägespäne, Theophr.; als Streu gebraucht, Lucill. 24 (XI, 207). – Ein stereometrischer Körper, das Prisma, dreiseitige Säule, Euclid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρίσμα, τό, das Gesägte, Sägespäne, Theophr.; als Streu gebraucht, Lucill. 24 (XI, 207). – Ein stereometrischer Körper, das Prisma, dreiseitige Säule, Euclid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρίσμα — anything sawn neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρίσμα — I Στη γεωμετρία ονομάζεται έτσι κάθε στερεό, που περιορίζεται από τμήματα επιπέδων (έδρες) τέτοια, ώστε δύο από αυτά να είναι πολύγωνα ίσα μεταξύ τους, με τα επίπεδά τους παράλληλα (βάσεις) και τα άλλα παραλληλόγραμμα (παράπλευρες έδρες). Οι… … Dictionary of Greek
πρίσμα — το, ατος 1. (γεωμ.), πολύεδρο που οι δυο του έδρες είναι πολύγωνα ίσα και παράλληλα και οι άλλες παραλληλόγραμμα. 2. στερεό διαφανές σώμα τριγωνικής τομής, το οποίο αναλύει τις φωτεινές ακτίνες που περνούν μέσα απ αυτό. 3. μτφ., άποψη με την… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρισμάτων — πρίσμα anything sawn neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρίσμασι — πρίσμα anything sawn neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρίσμασιν — πρίσμα anything sawn neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρίσματα — πρίσμα anything sawn neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρίσματι — πρίσμα anything sawn neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρίσματος — πρίσμα anything sawn neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασκεδασμός — Διασπορά, διασκορπισμός· εξαφάνιση, διάλυση· ταραχή, σύγχυση. δ.φωτός.Η εξάρτηση της ταχύτητας του κύματος και του δείκτη διάθλασης από το μήκος κύματος. Αποτέλεσμα αυτού είναι το φαινόμενο του διαχωρισμού μιας ακτίνας μη μονοχρωματικού φωτός… … Dictionary of Greek
Νίκολ, Γουίλιαμ — (William Nicol, ;1768 – Εδιμβούργο 1851. Υπήρξε καθηγητής της φυσικής στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, όπου είχε ως μαθητή τον Μάξγουελ. Είναι γνωστός για τις έρευνες επί της πόλωσης του φωτός. Το 1828 ανακάλυψε το πρίσμα που φέρει το όνομά του· … Dictionary of Greek