- πρίσις
πρίσις, ἡ, das Sägen, Arist. partt. an. 1, 5 g. E.; – ὀδόντων, das Knirschen mit den Zähnen, Plut. de cohib. ira 10; auch in gewissen Krankheiten vorkommend, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρίσις, ἡ, das Sägen, Arist. partt. an. 1, 5 g. E.; – ὀδόντων, das Knirschen mit den Zähnen, Plut. de cohib. ira 10; auch in gewissen Krankheiten vorkommend, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρῖσις — sawing fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρίσις — ίσεως, ἡ, Α [πρίω] 1. η ενέργεια τού πρίω, πριόνισμα 2. (στη χειρουργική) διάτρηση με πριονοειδές τρύπανο 3. φρ. «πρῑσις ὀδόντων» τριγμός, τρίξιμο τών δοντιών από οργή ή ως σύμπτωμα νόσου … Dictionary of Greek
πρίσις — πρί̱σῑς , πρῖσις sawing fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρῖσιν — πρῖσις sawing fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρίσει — πρί̱σει , πρίω aor subj act 3rd sg (epic) πρίζω saw aor subj act 3rd sg (epic) πρίζω saw fut ind mid 2nd sg πρίζω saw fut ind act 3rd sg πρί̱σει , πρῖσις sawing fem nom/voc/acc dual (attic epic) πρί̱σεϊ , πρῖσις sawing fem dat sg (epic) πρί̱σει … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρίσεις — πρί̱σεις , πρίω aor subj act 2nd sg (epic) πρίζω saw aor subj act 2nd sg (epic) πρίζω saw fut ind act 2nd sg πρί̱σεις , πρῖσις sawing fem nom/voc pl (attic epic) πρί̱σεις , πρῖσις sawing fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάπρισις — ἀνάπρισις ( εως), η (Α) πριόνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + πρῖσις < πρίω «πριονίζω»] … Dictionary of Greek
πρίσεσιν — πρί̱σεσιν , πρῖσις sawing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρίσεως — πρί̱σεω̆ς , πρῖσις sawing fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρίσιος — πρί̱σιος , πρῖσις sawing fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρίσῃ — πρί̱σῃ , πρίω aor subj mid 2nd sg πρί̱σῃ , πρίω aor subj act 3rd sg πρίζω saw aor subj mid 2nd sg πρίζω saw aor subj act 3rd sg πρίζω saw fut ind mid 2nd sg πρί̱σηι , πρῖσις sawing fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)