- κανήτιον
κανήτιον, τό, dim. zum Vor., Poll. 6, 86. 10, 90.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κανήτιον, τό, dim. zum Vor., Poll. 6, 86. 10, 90.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κανήτιον — κανήτιον, τὸ (Α) (υποκορ. τού κάνεον)* κανίσκι, καλάθι, πανέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάνης, κάνητ ος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. καλάθ ιον, μαχαίρ ιον)] … Dictionary of Greek
κανήτιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανήτια — κανήτιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)