- καίνωσις
καίνωσις, ἡ, die Neuerung, Philo, Ios.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καίνωσις, ἡ, die Neuerung, Philo, Ios.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καίνωσις — καίνωσις, ἡ (Α) [καινώ (II)] 1. ανανέωση 2. νεωτερισμός … Dictionary of Greek
καίνωσις — renewal fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινώσῃ — καινώσηι , καίνωσις renewal fem dat sg (epic) καινόω make new aor subj mid 2nd sg καινόω make new aor subj act 3rd sg καινόω make new fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καίνωσιν — καίνω kill pres subj act 3rd pl καίνωσις renewal fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)