καίρωσις, ἡ, die Handlung des καιρόω, Sp., wie Poll. 7, 33.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καίρωσις — καίρωσις, ἡ (Α) [καιρώ] η σύνδεση τού στήμονα … Dictionary of Greek
καίρωσις — act of fastening fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καίρωσιν — καίρωσις act of fastening fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)