κνίπειος

κνίπειος

κνίπειος, von der Mücke, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κνίπειος — κνίπειος, εία, ον (Α) [κνιψ] 1. αυτός που ανήκει στον κνίπα, στη σκνίπα 2. φρ. «κνίπειον αἷμα» ονομασία ουσίας που χρησιμοποιούνταν στην αλχημεία …   Dictionary of Greek

  • κνιψ — κνίψ, ιπός και σκνιψ, ιπός, ὁ, με ονομ. πληθ. σκνῑφες, οι (Α) 1. το έντομο σκνίπα («ἐγγίνεται γὰρ καὶ ἐν τούτοις θηρίδι ἄττα, κνῖπες, οἵ, ὅταν ἐν ταῖς συκαῖς γίνωνται, κατεσθίουσι τοὺς ψῆνας», Θεόφρ.) 2. μικρό μυρμήγκι 3. στον πληθ. (κατά τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”