- γαλάνα
γαλάνα,
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γαλάνα,
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γαλάνα — γαλάνα, η (δωρ. τ.) (Α) η γαλήνη («φρόνημα νηνέμου γαλάνας» για την ωραία Ελένη, σαν ιδέα γαλήνης καλοκαιρινής, Αισχ.) … Dictionary of Greek
γαλάνα — γαλά̱νᾱ , γαλήνη stillness of the sea fem nom/voc/acc dual (doric) γαλά̱νᾱ , γαλήνη stillness of the sea fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληρονομικότητα — Μεταβίβαση των χαρακτήρων ενός ατόμου στις επόμενες γενιές, η οποία πραγματοποιείται με τη σύζευξη των γεννητικών κυττάρων (γαμέτες) των γονέων και την ανάμειξη του γενετικού τους υλικού. Η μεταβίβαση αυτή ακολουθεί καθορισμένους νόμους, που… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
Protereotita — Προτεραιότητα Studio album by Elena Paparizou Released August 25, 2004 (see release history) … Wikipedia
γαλανομάτης — α (και μάτιασα, και ματούσα), μάτικο αυτός που έχει μάτια γαλανά … Dictionary of Greek
γαλανόξανθος — η, ο 1. αυτός που έχει γαλανά μάτια και ξανθά μαλλιά 2. ο γαλανόχρυσος … Dictionary of Greek
νέος — α, ο και νιος, ά, ό (ΑΜ νέος, α, ον, Α ιων. τ. νεῑος, η, ον Α θηλ. και ος και ιων. τ. νέη και συνηρ. τ. νῇ, Μ και νεός, όν) 1. αυτός που είναι μικρής ηλικίας, νεαρός, νεανίας (α. «κοιμάται ο νέος ωραίος βοσκός», Γρυπ. β. «παιδὸς νέας ὣς κάρτ… … Dictionary of Greek
πάρος — Νησί των Κυκλάδων, το τρίτο σε έκταση (194,46 τ. χλμ.). Βρίσκεται στα Ν του συγκροτήματος Μυκόνου Δήλου, Δ της Νάξου και Α της Σίφνου. Ωοειδής στο σχήμα, με τους μεγάλους κόλπους της Νάουσας στα Β, της Παροικιάς στα Δ και του Δρυού στα Ν, και… … Dictionary of Greek
Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Βαράγγοι — Ονομασία αυτοκρατορικής μισθοφορικής φρουράς στην υπηρεσία των Βυζαντινών. Τη φρουρά αυτή τη συγκροτούσαν Ρώσοι, Σκανδιναβοί και Άγγλοι στρατιώτες. Για πρώτη φορά, το 988, έφτασαν στο Βυζάντιο 6.000 Ρώσοι Β. που τους είχε στείλει ο πρίγκιπας… … Dictionary of Greek