- γαλάκτιον
γαλάκτιον, τὁ, dim. von γάλα, ein wenig Milch, M. Anton. 5, 4; Milchspeisen im plur., Alciphr. frg. 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γαλάκτιον, τὁ, dim. von γάλα, ein wenig Milch, M. Anton. 5, 4; Milchspeisen im plur., Alciphr. frg. 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γαλάκτιον — γαλάκτιον, το (Α) [γάλα] 1. γαλατάκι, λίγο γάλα 2. τὰ γαλάκτια τα γαλακτερά … Dictionary of Greek
γαλάκτιον — fancy bread made with milk neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλακτίου — γαλάκτιον fancy bread made with milk neut gen sg γαλακτίας masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλακτίων — γαλάκτιον fancy bread made with milk neut gen pl γαλακτιάω give no milk imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) γαλακτιάω give no milk imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλακτίῳ — γαλάκτιον fancy bread made with milk neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλάκτια — γαλάκτιον fancy bread made with milk neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… … Dictionary of Greek