καλλί-κοκκος

καλλί-κοκκος

καλλί-κοκκος, schönkernig, Theophr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καναβόκοκκος — και κανναβόκοκκος / καναβόκοκκος και κανναβόκοκκος, ἡ (Α) σπόρος κάν(ν)αβης, καν(ν)αβιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάν(ν)αβις + κοκκος (< κόκκος), πρβλ. καλλί κοκκος, σταφυλόκοκκος] …   Dictionary of Greek

  • λινόκοκκος — λινόκοκκος, ὁ (Μ) λινόσπορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + κόκκος (πρβλ. καλλί κοκκος)] …   Dictionary of Greek

  • πολύκοκκος — ον, Μ (για καρπό) αυτός που έχει πολλούς κόκκους («πολυθάλαμος και πολύκοκκος ὁ τῆς ῥοιᾶς καρπός», Φίλ. Καρπασ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κόκκος (πρβλ. καλλί κοκκος)] …   Dictionary of Greek

  • χρυσόκοκκος — ον, Μ αυτός που έχει χρυσούς κόκκους. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + κόκκος (πρβλ. καλλί κοκκος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”