- καλλί-γαμος
καλλί-γαμος, schön vermählt, λέκτρα Paul. Sil. 67 (IX, 765).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλί-γαμος, schön vermählt, λέκτρα Paul. Sil. 67 (IX, 765).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευζυγής — εὐζυγής, ές (Α) φρ. «εὐζυγὴς γάμος» ταιριαστός, πετυχημένος γάμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ζυγής (< ζυγόν), πρβλ. α ζυγής, καλλι ζυγής] … Dictionary of Greek