- καλλί-κτιτος
καλλί-κτιτος, schön gebau't, Nonn. D. 26, 85.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλί-κτιτος, schön gebau't, Nonn. D. 26, 85.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιερόκτιτος — ἱερόκτιτος, ον (Α) αυτός που έχει τοποθετηθεί ως βωμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + κτιτος (< κτίζω), πρβλ. θεό κτιτος, καλλί κτιτος] … Dictionary of Greek