- καλλί-κρηνος
καλλί-κρηνος, mit schöner Quelle, Pind. frg. 211.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλί-κρηνος, mit schöner Quelle, Pind. frg. 211.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εύκρηνος — εὔκρηνος, ον, επικ. τ. ἐΰκρηνος, ον (Α) 1. αυτός που έχει ωραίες κρήνες, βρύσες 2. αυτός που αρδεύεται καλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κρηνος (< κρήνη), πρβλ. αγχί κρηνος, καλλί κρηνος] … Dictionary of Greek