- καλλίστευμα
καλλίστευμα, τό, Vorzug der Schönheit; Eur. Or. 1655; Lycophr. 1011; Preis der Schönheit, Eur. Phoen. 223.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλίστευμα, τό, Vorzug der Schönheit; Eur. Or. 1655; Lycophr. 1011; Preis der Schönheit, Eur. Phoen. 223.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλίστευμα — καλλίστευμα, τὸ (Α) [καλλιστεύω] 1. το προτέρημα τής ωραιότητας, το υπέροχο κάλλος 2. το βραβείο τής ωραιότητας («πόλεος ἐκπροκριθεῑσ ἐμᾱς καλλιστεύματα Λοξίᾳ Καδμείων ἔμολον γᾱν», Ευρ.) 3. φρ. «τὰ δευτερεῑα καλλιστευμάτων» το δεύτερο βραβείο… … Dictionary of Greek
καλλιστευμάτων — καλλίστευμα offering of what is most beautiful neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιστεύματα — καλλίστευμα offering of what is most beautiful neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιστεύματι — καλλίστευμα offering of what is most beautiful neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)