- καλλί-στερνος
καλλί-στερνος, mit schöner Brust, Nonn. D. 5, 553.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλί-στερνος, mit schöner Brust, Nonn. D. 5, 553.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λασιόστερνος — η, ο (Α λασιόστερνος, ον) αυτός που έχει δασύ στήθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάσιος «δασύτριχος» + στερνος (< στέρνον), πρβλ. ευρύ στερνος, καλλί στερνος] … Dictionary of Greek