καλλί-πεπλος

καλλί-πεπλος

καλλί-πεπλος, mit schönem Schleier, Gewande; Κορωνίς Pind. P. 3, 25; Φρυγῶν κόραι Eur. Tr. 338.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιόπεπλος — ἰόπεπλος, ον (Α) αυτός που φορά πέπλο με χρώμα ίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + πεπλος (< πέπλος), πρβλ. αγλαό πεπλος, καλλί πεπλος] …   Dictionary of Greek

  • λινόπεπλος — λινόπεπλος, ον (Α) αυτός που φορά λινή εσθήτα, λινό φόρεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + πέπλος (< πέπλος), πρβλ. καλλί πεπλος, μελάμ πεπλος] …   Dictionary of Greek

  • μελάμπεπλος — μελάμπεπλος, ον (Α) 1. (ως επίθ. τού Θανάτου και τής Νύκτας) αυτός που φορά μαύρο πέπλο, μαυροντυμένος 2. μαύρος («μελάμπεπλος στολή», Ευρ.) 3. (για φαράγγι, λάκκο, κοιλάδα) σκοτεινός, ζοφερός 4. (κατά τον Ησύχ.) «μελάμπεπλος πενθήρης». [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • τρυφερόπεπλος — ον, Μ αυτός που φορεί μαλακό, πολυτελή πέπλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφερός + πεπλος (< πέπλος), πρβλ. καλλί πεπλος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”