- καλλί-πωλος
καλλί-πωλος, mit schönen Rossen, ἕδρα Pind. Ol. 14, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλί-πωλος, mit schönen Rossen, ἕδρα Pind. Ol. 14, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταχύπωλος — ον, Α (ως προσωνυμία τών Ελλήνων) αυτός που έχει γρήγορα άλογα, ταχύϊππος* («οὕς μὲν σπεύδοντας ἴδοι Δαναῶν ταχυπώλων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + πῶλος (πρβλ. καλλί πωλος)] … Dictionary of Greek