- καλλί-πρωρος
καλλί-πρωρος, mit schönem Vordertheil, Ἀργοῦς σκάφος Eur. Med. 1335. – Uebertr., mit schönem Antlitz, Aesch. Spt. 515, στόμα Ag. 227.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλί-πρωρος, mit schönem Vordertheil, Ἀργοῦς σκάφος Eur. Med. 1335. – Uebertr., mit schönem Antlitz, Aesch. Spt. 515, στόμα Ag. 227.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φοινικόπρωρος — ον, Α (για πλοίο) αυτός που έχει πλώρη πορφυρού χρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + πρῳρος (< πρῷρα), πρβλ. καλλί πρῳρος, κυανό πρωρος] … Dictionary of Greek
εύπρωρος — εὔπρῳρος, ον (Α) αυτός που έχει ωραία πλώρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πρωρος (< πρώρα), πρβλ. καλλί πρῳρος] … Dictionary of Greek
μελάμπρωρος — μελάμπρῳρος, ον (Α) (για πλοίο) αυτός που έχει μαύρη πρώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + πρῶρα (πρβλ. καλλί πρωρος, κυανό πρωρος)] … Dictionary of Greek
τανύπρωρος — ον, Α 1. (για πλοίο) αυτός που έχει μεγάλη πλώρη 2. (κατά τον Ησύχ.) «τανυπρῴρους τὰς καλύπτρας διὰ τὸ περὶ τὸ πρόσωπον περιτετάσθαι». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + πρῳρος (< πρῷρα «πλώρη»), πρβλ. καλλί πρῳρος] … Dictionary of Greek