πράϋνσις

πράϋνσις

πράϋνσις, , Besänftigung, bes. des Zornes, wie Arist. rhet. 2, 3 A. ἔστω δὲ πράϋνσις κατάστασις καὶ ἠρέμησις ὀργῆς; auch Linderung, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πράυνσις — πράϋνσις , πράυνσις softening fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηρέμισις — ἠρέμισις, ἡ (Α) [ηρεμίζω] καθησύχαση («πράϋνσις, ἠρέμισις ὀργῆς», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • πράϋνση — η / πράϋνσις, ύνσεως, ΝΑ, ιων. τ. πρήϋνσις, Α [πραΰνω] 1. τροπή μιας κατάστασης από την ένταση στην ηρεμία, κατευνασμός 2. (σχετικά με θυμό) μαλάκωμα, ημέρωμα 3. ιατρ. (σχετικά με σωματικό πόνο) ανακούφιση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”