- πράτης
πράτης, ὁ, = πρατήρ, Isae. u. Hyperid. b. Poll. 7, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πράτης, ὁ, = πρατήρ, Isae. u. Hyperid. b. Poll. 7, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πράτης — masc nom sg πρά̱της , πρᾶτος fem gen sg (attic epic ionic) πρά̱της , πρότερος before fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πράτης — ὁ, Α πρατήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από τη δισύλλαβη ρίζα περᾱ τού πέρνημι* (με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν, πρβλ. πι πρᾱ σκω) + επίθημα της] … Dictionary of Greek
πράται — πράτης masc nom/voc pl πράτᾱͅ , πράτης masc dat sg (doric aeolic) πρά̱τᾱͅ , πρᾶτος fem dat sg (doric aeolic) πρά̱τᾱͅ , πρότερος before fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρατᾶν — πράτης masc gen pl (doric aeolic) πρᾱτᾶν , πρᾶτος masc/fem gen pl (doric) πρᾱτᾶν , πρατός for sale masc/fem gen pl (doric) πρᾱτᾶν , πρότερος before masc/fem gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πράτην — πράτης masc acc sg (attic epic ionic) πρά̱την , πρᾶτος fem acc sg (attic epic ionic) πρά̱την , πρότερος before fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πράτου — πράτης masc gen sg πρά̱του , πρᾶτος masc/neut gen sg πρά̱του , πρότερος before masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πράτω — πράτης masc gen sg (attic epic ionic) πρά̱τω , πρᾶτος masc/neut nom/voc/acc dual πρά̱τω , πρᾶτος masc/neut gen sg (doric aeolic) πρά̱τω , πρότερος before masc/neut nom/voc/acc dual πρά̱τω , πρότερος before masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πράτῃ — πράτης masc dat sg (attic epic ionic) πρά̱τῃ , πρᾶτος fem dat sg (attic epic ionic) πρά̱τῃ , πρότερος before fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιχθυοπράτης — ἰχθυοπράτης, ὁ (Α) ιχθυοπώλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + πράτης < πράτης < θ. πρα τού ρ. πι πρά σκω «πουλώ»), πρβλ. αρτο πράτης, ελαιο πράτης] … Dictionary of Greek
χαλκοπράτης — ὁ, Μ αυτός που πουλά χάλκινα είδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) + πράτης (< πράτης «πωλητής» (< θ. πρα τού πέρνημι «πουλώ»), πρβλ. ἀρτο πράτης, οἰνο πράτης] … Dictionary of Greek
χαρτοπράτης — ὁ, ΜΑ χαρτοπώλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρτης + πράτης (< πράτης < θ. πρα τού πέρνημι* «πουλώ»), πρβλ. ἀρτο πράτης, οἰνο πράτης] … Dictionary of Greek