- καλλι-έλαιος
καλλι-έλαιος, reich an schönem Oel; bei Arist. plant. 1, 6 Ggstz von ἀγριέλαιος; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλι-έλαιος, reich an schönem Oel; bei Arist. plant. 1, 6 Ggstz von ἀγριέλαιος; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευέλαιος — εὐέλαιος, ον (Α) γεμάτος ελαιόδενδρα, αυτός που παράγει άφθονο και καλό λάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + έλαιος (< ελαία), πρβλ. αν έλαιος, καλλι έλαιος. Διαφέρει το έλαιος «αγριελιά»] … Dictionary of Greek
φιλέλαιος — ον, Α αυτός που αγαπά τις ελιές, που τού αρέσουν πολύ οι ελιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + έλαιος (< ἐλαία), πρβλ. καλλι έλαιος] … Dictionary of Greek