καλλι-έθειρος

καλλι-έθειρος

καλλι-έθειρος, schönhaarig, Orph. H. 49, 7; fem. καλλιέϑειρα, Nonn. Io. 11, 4.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ορθοέθειρος — ὀρθοέθειρος, ον (Α) ορθόθριξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + έθειρος (< ἔθειρα «κόμη»), πρβλ. καλλι έθειρος, χρυσο έθειρος] …   Dictionary of Greek

  • ξανθοέθειρος — ξανθοέθειρος, ον (Μ) ξανθομάλλης, ξανθοτρίχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + έθειρος (< ἔθειρα «τρίχα»), πρβλ. καλλι έθειρος, χρυσοέθειρος] …   Dictionary of Greek

  • φιλέθειρος — ον, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που συντελεί στην περιποίηση τών μαλλιών 2. προσαρμοσμένος στην κόμη («φιλέθειρον σινδόνα», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + έθειρος (< ἔθειρα «τρίχα»), πρβλ. καλλι έθειρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”