- καλλι-θέμεθλος
καλλι-θέμεθλος, schön gegründet, νηός Musae. 71.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλι-θέμεθλος, schön gegründet, νηός Musae. 71.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαλκοθέμεθλος — και χαλκεοθέμεθλος, ον, Μ αυτός που έχει χάλκινα θεμέλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * / χαλκεο + θέμεθλον «βάση, έδρα, θεμέλιο» (πρβλ. καλλι θέμεθλος, ὑψι θέμεθλος)] … Dictionary of Greek
υψιθέμεθλος — ον, ΜΑ αυτός που έχει βαθιά θεμέλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + θέμεθλον «βάση» (πρβλ. καλλι θέμεθλος)] … Dictionary of Greek