- καλλι-λογία
καλλι-λογία, ἡ, schöner Ausdruck, schöne Rede, mit μεγαλοπρέπεια u. σεμνότης verbunden, Dion. Hal. de C. V.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλι-λογία, ἡ, schöner Ausdruck, schöne Rede, mit μεγαλοπρέπεια u. σεμνότης verbunden, Dion. Hal. de C. V.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θελξιεπής — θελξιεπής, ές (Α) αυτός που λέει ευχάριστα λόγια, που θέλγει με τα λόγια του. [ΕΤΥΜΟΛ. < θελξι (< θέλγω*) + επής (< έπος), πρβλ. α μετρο επής, καλλι επής] … Dictionary of Greek
περισσοεπής — και αττ. τ. περιττοεπής, ές, Α περιττολόγος, αυτός που λέγει περιττά λόγια, πολυλογάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός / περιττός + επής (< ἔπος), πρβλ. καλλι επής] … Dictionary of Greek
χαλαζεπής — ές, Α αυτός που εκτοξεύει πικρά λόγια, σκληρά και πυκνά σαν χαλάζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάλαζα + επής (< ἔπος «λόγος, ρήση»), πρβλ. καλλι επής] … Dictionary of Greek