- πράσιον
πράσιον, τό, eine Pflanze, marrubium, Theophr., Diosc., Plin.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πράσιον, τό, eine Pflanze, marrubium, Theophr., Diosc., Plin.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πράσιον — horehound neut nom/voc/acc sg πράσιος vomitus masc acc sg πράσιος vomitus neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρασίου — πράσιον horehound neut gen sg πράσιος vomitus masc/neut gen sg πρασιόω pres imperat act 2nd sg πρασιόω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρασίῳ — πράσιον horehound neut dat sg πράσιος vomitus masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πράσιο — το / πράσιον, ΝΑ [πράσον] είδος φυτού γνωστού με τη λόγια ονομασία πράσιον το κοινόν και με τις κοινές ονομασίες σήμερα ασπροπρασιά, βρωμοζάκι, καλάνθρωπος, μαρμαράκι, πικροπάνι και σκουλόχορτο νεοελλ. γένος θαμνωδών φυτών που ανήκουν στην… … Dictionary of Greek
καμηλοπόδιον — καμηλοπόδιον, τὸ (Α) το ποώδες φυτό πράσιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + πούς, ποδός] … Dictionary of Greek
λινόστροφος — λινόστροφος, ον (Α) 1. πλεγμένος με λινάρι 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λινόστροφον το φυτό πράσιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + στροφος (< στρέφω), πρβλ. αργό στροφος, εύ στροφος] … Dictionary of Greek
μελαμπράσιον — μελαμπράσιον, τὸ (Α) (κατά τον Διοσκουρίδη) το ποώδες φυτό βαλλωτή η μέλαινα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + πράσιον (< πράσον)] … Dictionary of Greek
πρασίτης — ὁ, Α κρασί που περιέχει πράσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πράσιον + επίθημα της] … Dictionary of Greek
πρασίτις — ιδος, ἡ, Α είδος πολύτιμου λίθου, πιθ. το σμαράγδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πράσιον + επίθημα ῖτις (πρβλ. σελιν ῖτις)] … Dictionary of Greek
ՊՐԱՍԻ — ( ) NBH 2 0666 Chronological Sequence: Unknown date ՊՐԱՍԽ կամ ՊՐԱՍԽԻ կամ ՊՐԱՍԻ գրի ի բառս Գաղիանոսի որպէս ազգ զուիրակի, կամ խոտ ինչ հոտաւէտ եւ դառն. չինար ... πράσιον prasium, origani genus … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՊՐԱՍԽ — ( ) NBH 2 0666 Chronological Sequence: Unknown date ՊՐԱՍԽ կամ ՊՐԱՍԽԻ կամ ՊՐԱՍԻ գրի ի բառս Գաղիանոսի որպէս ազգ զուիրակի, կամ խոտ ինչ հոտաւէտ եւ դառն. չինար ... πράσιον prasium, origani genus … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)