- πράσιος
πράσιος, = πράσινος, Plat. Tim. 68 c u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πράσιος, = πράσινος, Plat. Tim. 68 c u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πράσιος — vomitus masc nom sg πρά̱σιος , πρᾶσις sale fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πράσιος — ο / πράσιος, ον, ΝΑ [πράσον] νεοελλ. πράσινη ποικιλία τού χαλαζία, το χρώμα τής οποίας οφείλεται στην παρουσία τού πυριτικού ορυκτού ακτινόλιθος, αλλ. πρασόλιθος αρχ. 1. πράσινος 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ πράσιος α) εμετός β) είδος πολύτιμου λίθου, η… … Dictionary of Greek
πρασιέων — πράσιος vomitus masc/fem gen pl (epic ionic) πρασίζω to be greenish fut part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) πρασιά bed in a garden fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρασίαις — πράσιος vomitus fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρασίη — πράσιος vomitus fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρασίης — πράσιος vomitus fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρασίους — πράσιος vomitus masc acc pl πρασιόω imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πράσιοι — πράσιος vomitus masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
List of chemical element name etymologies — This is the list of etymologies for all chemical element names: Name Symbol Language of origin Word of origin Meaning Symbol origin Description Actinium Ac Greek ἀκτίς (aktis) beam Greek aktinos ἀκτίς, ἀκτῖνος (aktis; aktinos), meaning beam (ray) … Wikipedia
πρασία — πρασίᾱ , πράσιος vomitus fem nom/voc/acc dual πρασίᾱ , πράσιος vomitus fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρασίας — πρασίᾱς , πράσιος vomitus fem acc pl πρασίᾱς , πράσιος vomitus fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)