- καλλι-βλέφαρος
καλλι-βλέφαρος, mit schönen Augenwimpern, διδύμων προςώπων καλλιβλέφαρον φῶς Eur. Ion 189, mss. καλλίφαρος; – τὸ καλλιβλέφαρον, ein Mittel zum Färben der Augenlider, Galen., sc. φάρμακον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλι-βλέφαρος, mit schönen Augenwimpern, διδύμων προςώπων καλλιβλέφαρον φῶς Eur. Ion 189, mss. καλλίφαρος; – τὸ καλλιβλέφαρον, ein Mittel zum Färben der Augenlider, Galen., sc. φάρμακον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιοβλέφαρος — ἰοβλέφαρος, δωρ. τ. ἰογλέφαρος, ον (Α) 1. αυτός που έχει βλεφαρίδες με το χρώμα τού ίου («ἰοβλέφαρον τὴν Ἀφροδίτην», Λουκιαν.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἰοβλέφαροι καλλιβλέφαροι». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. καλλι βλέφαρος,… … Dictionary of Greek
χαριτοβλέφαρος — ον, ΜΑ 1. αυτός που έχει βλέφαρα όμοια με τα βλέφαρα τών Χαρίτων 2. αυτός που έχει ωραίο βλέμμα αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ χαριτοβλέφαρον φυτό που χρησίμευε για την παρασκευή φίλτρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, ιτος + βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. ἰο… … Dictionary of Greek
σοβαροβλέφαρος — ον, Α αυτός τού οποίου τα βλέφαρα είναι υψωμένα, δηλ. υπεφήφανος, πομπώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σοβαρός + βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. καλλι βλέφαρος] … Dictionary of Greek
στροβιλοβλέφαρος — ον, Α αυτός που ρίχνει γρήγορες ματιές, ο ελικοβλέφαρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < < στρόβιλος + βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. καλλι βλέφαρος] … Dictionary of Greek
χρυσοβλέφαρος — η, ο, Ν (ποιητ. τ.) αυτός που έχει λαμπερά βλέφαρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + βλέφαρο (πρβλ. καλλι βλέφαρος). Το επίθ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολη … Dictionary of Greek