- καλλι-δίνης
καλλι-δίνης, ὁ, schön wirbelnd, schön fließend, Πηνειός Eur. Herc. Fur. 365.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλι-δίνης, ὁ, schön wirbelnd, schön fließend, Πηνειός Eur. Herc. Fur. 365.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευρυοδίνης — εὐρυοδίνης, ὁ (Α) (για ποταμό) αυτός που σχηματίζει πλατιές δίνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + δινης (< δίνη), πρβλ. βαθυ δίνης, καλλι δίνης. Το ο συνδετικό φωνήεν, αναλογικά προς άλλα σύνθετα τού ευρυ με β συνθετικό που άρχιζε από ο ] … Dictionary of Greek