καλλι-κέλαδος

καλλι-κέλαδος

καλλι-κέλαδος, schön rauschend, Suid.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολυκέλαδος — η, ο / πολυκέλαδος, ον, ΝΑ αυτός που κάνει μεγάλο θόρυβο, που αντηχεί μακριά νεοελλ. 1. (για πτηνό) αυτός που κελαηδάει πολύ 2. (για άνθρωπο) φλύαρος, πολυλογάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κέλαδος (< κέλαδος, ὁ, «θόρυβος, ήχος»), πρβλ. καλλι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”