- καλλι-γένεθλος
καλλι-γένεθλος, schön gebärend, mit schönen Kin. dern, Procl. u. Corinn. bei Schol. Il. 2, 498.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλι-γένεθλος, schön gebärend, mit schönen Kin. dern, Procl. u. Corinn. bei Schol. Il. 2, 498.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρπογένεθλος — καρπογένεθλος, ον (Α) καρπογόνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + γένεθλος (< γενέθλη, γένεθλον < γίγνομαι), πρβλ. καλλι γένεθλος, υψι γένεθλος] … Dictionary of Greek
παντογένεθλος — ον, Α 1. ο πατέρας όλων («παντογένεθλος Ζεύς», Ορφ.) 2. ο παντός είδους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + γένεθλος (< γενέθλη), πρβλ. καλλι γένεθλος] … Dictionary of Greek
ρυσιγένεθλος — ον, Μ αυτός που διαφυλάσσει το γένος, τους απογόνους του. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος, < θ. ῥυσι τού ἐρύω (ΙΙ) «προστατεύω» (πρβλ. ῥῦσις) + γένεθλος (< γένεθλον «απόγονος»), πρβλ. καλλι γένεθλος] … Dictionary of Greek