- καλλι-ζυγής
καλλι-ζυγής, ές, schön bespannt, ἅρμα Eur. Andr. 277.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλι-ζυγής, ές, schön bespannt, ἅρμα Eur. Andr. 277.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευζυγής — εὐζυγής, ές (Α) φρ. «εὐζυγὴς γάμος» ταιριαστός, πετυχημένος γάμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ζυγής (< ζυγόν), πρβλ. α ζυγής, καλλι ζυγής] … Dictionary of Greek
μονοζυγής — μονοζυγής, ές (Α) μονόζυξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ζυγής (< θ. ζυγ τού ζεύγνυμι, πρβλ. παθ. αόρ. β ἐ ζύγ ην), πρβλ. ισο ζυγής, καλλι ζυγής] … Dictionary of Greek