- καλλι-κρήδεμνος
καλλι-κρήδεμνος, mit schöner Stirnbinde, ἄλοχος Od. 4, 623.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλι-κρήδεμνος, mit schöner Stirnbinde, ἄλοχος Od. 4, 623.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυανοκρήδεμνος — κυανοκρήδεμνος, ον (Α) (ως επίθ. τής Θέτιδος) αυτή που φορά βαθυκύανο κεφαλόδεσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + κρήδεμνος (< κρήδεμνον «κεφαλόδεσμος»), πρβλ. καλλι κρήδεμνος, λιπαρο κρήδεμνος] … Dictionary of Greek