- καλλι-βόας
καλλι-βόας, schön rufend, tönend; Soph. αὐλός, Tr. 637; Ar. Av. 682; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλι-βόας, schön rufend, tönend; Soph. αὐλός, Tr. 637; Ar. Av. 682; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευρυβόας — εὐρυβόας, ό (ΑΜ) αυτός τού οποίου η φωνή ακούγεται μακριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ *. + βοας (< βοή), πρβλ. καλλι βόας, μελι βόας] … Dictionary of Greek