- καλλι-τέχνημα
καλλι-τέχνημα, τό, schöne Kunstarbeit, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλι-τέχνημα, τό, schöne Kunstarbeit, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λογοτέχνημα — το λογοτεχνικό έργο, σύγγραμμα με λογοτεχνική αξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγος + τέχνημα < τεχνῶμαι), πρβλ. καλλι τέχνημα, κομψο τέχνημα] … Dictionary of Greek