- καλλι-τέχνης
καλλι-τέχνης, ὁ, der schön und kunstvoll arbeitet, Anacr. 4, 1 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλι-τέχνης, ὁ, der schön und kunstvoll arbeitet, Anacr. 4, 1 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιατροτέχνης — ἰατροτέχνης, ὁ (Α) αυτός που έχει ως επάγγελμα την ιατρική. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιατρός + τεχνης (< τέχνη), πρβλ. δεξιο τέχνης, καλλι τέχνης] … Dictionary of Greek
κομψοτέχνης — ο αυτός που κατασκευάζει κομψοτεχνήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομψός + τέχνης (< τέχνη), πρβλ. αριστο τέχνης, καλλι τέχνης] … Dictionary of Greek
λογοτέχνης — ο, θηλ. λογοτέχνις και ιδα (Μ λογοτέχνης) νεοελλ. αυτός που καλλιεργεί τον έντεχνο λόγο, ο συγγραφέας έργων με αισθητική αξία, πεζογράφος ή ποιητής μσν. αυτός που κοσμεί τους λόγους του με τέχνη, ρήτορας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγος + τέχνης (< τέχνη) … Dictionary of Greek
σκηνοτέχνης — ο, θηλ. σκηνοτέχνις, ιδος, Ν 1. σκηνοθέτης 2. αυτός που διευθύνει την κινηματογράφιση ενός έργου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + τέχνης (< τέχνη), πρβλ. καλλι τέχνης] … Dictionary of Greek
φιλοτέχνης — ὁ, Α επιτήδειος τεχνίτης, δεξιοτέχνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + τέχνης (< τέχνη), πρβλ. καλλι τέχνης] … Dictionary of Greek
ιπποτεχνία — η το να ανατρέφει και να εκγυμνάζει κάποιος ίππους, ιπποκομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + τεχνία (< τέχνης < τέχνη), πρβλ. καλλι τεχνία, χειρο τεχνία] … Dictionary of Greek
κηποτεχνία — Βλ. λ. κήπος. * * * η η τέχνη τού σχεδιασμού κήπων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῆπος + τεχνία (< τέχνης < τέχνη), πρβλ. καλλι τεχνία, χειρο τεχνία] … Dictionary of Greek
περισσοτεχνία — η, ΝΑ 1. η υπερβολική ακρίβεια στην τέχνη, η υπερβολική επιτήδευση 2. η μεγάλη μαστοριά, η επιδεξιότητα στην τέχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + τεχνία (< τέχνης < τέχνη), πρβλ. καλλι τεχνία] … Dictionary of Greek
σιδηροτεχνία — η, Ν η τέχνη τής κατεργασίας τού σιδήρου και τού χάλυβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + τεχνία (< τέχνης < τέχνη), πρβλ. καλλι τεχνία] … Dictionary of Greek