- καλλι-πάρῃος
καλλι-πάρῃος, schönwangig; Χρυσηΐς, Ἑλένη, Il. 1, 143 Od. 15, 123; παρϑένος Ant. Th. 46 (IX, 96).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλι-πάρῃος, schönwangig; Χρυσηΐς, Ἑλένη, Il. 1, 143 Od. 15, 123; παρϑένος Ant. Th. 46 (IX, 96).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιπποπάρηος — ἱπποπάρῃος, ον (Α) αυτός που έχει μεγάλα μάγουλα, μεγάλες παρειές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + παρῃος (< παρηιά «μάγουλο»), πρβλ. καλλι πάρηος, χαλκο πάρηος (βλ. και λ. ιππό κρημνος)] … Dictionary of Greek
μεγαλοπάρηος — μεγαλοπάρῃος, ον (Α) αυτός που έχει μεγάλες παρειές. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + πάρῃος (< παρειαί), πρβλ. καλλι πάρηος, χαλκο πάρηος] … Dictionary of Greek
παρειά — η, ΝΜΑ, και παρεά και αιολ. τ. παραύα 1. το μέρος τού προσώπου μεταξύ κροτάφου, ματιού, μύτης, στόματος, σαγονιού και αφτιού, το μάγουλο 2. ναυτ. η μάσκα τού πλοίου αρχ. 1. τα πλάγια τής περικεφαλαίας που καλύπτουν τα αφτιά και τα πλάγια τού… … Dictionary of Greek
φοινικοπάρηος — και δωρ. τ. φοινικοπάραος, ον, Α (για πλοίο) αυτός τού οποίου οι δύο πλευρές τής πλώρης είναι βαμμένες με κόκκινο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + πάρηος / παραος (< παρειαί «μάγουλα», βλ. λ. παρειά), πρβλ. καλλι… … Dictionary of Greek