- καλλι-πάρθενος
καλλι-πάρθενος, mit schönen Jungfrauen; Νείλου ῥοαί Eur. Hel. 1; δέρη, der schönen Jungfrau Hals, I. A. 1574.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλι-πάρθενος, mit schönen Jungfrauen; Νείλου ῥοαί Eur. Hel. 1; δέρη, der schönen Jungfrau Hals, I. A. 1574.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυπάρθενος — ον, Α (για χώρα) αυτή που έχει πολλά κορίτσια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + παρθένος (πρβλ. καλλι πάρθενος)] … Dictionary of Greek
ευπάρθενος — εὐπάρθενος, ον (Α) 1. (για πόλη ή χώρα) αυτός που έχει ωραία κορίτσια, ωραίες παρθένους 2. ωραία κόρη («εὐπάρθενε Δίρκα», Ευρ.) 3. αγνή κόρη («Ἄρτεμι... εὐπάρθενε», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρθενος (< παρθένος), πρβλ. αει πάρθενος,… … Dictionary of Greek