καλλύνω — καλλύ̱νω , καλλύνω beautify aor subj act 1st sg καλλύ̱νω , καλλύνω beautify pres subj act 1st sg καλλύ̱νω , καλλύνω beautify pres ind act 1st sg καλλύ̱νω , καλλύνω beautify aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλύνω — (AM καλλύνω) καθιστώ ωραίο κάτι, καλλωπίζω, εξωραΐζω, ομορφαίνω («πρόσωπα καλλύνουσα καὶ πληρουμένη», Σοφ.) αρχ. 1. ευπρεπίζω, καθαρίζω, σαρώνω («ὡς ῥαίνηται καὶ καλλύνηται σφίσιν ἐπιμελῶς», Πολ.) 2. παρουσιάζω κάτι ως καλό («εὐδιάβολον κακὸν… … Dictionary of Greek
κεκαλλυμμένα — καλλύνω beautify perf part mp neut nom/voc/acc pl κεκαλλυμμένᾱ , καλλύνω beautify perf part mp fem nom/voc/acc dual κεκαλλυμμένᾱ , καλλύνω beautify perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλυνεῖ — καλλύνω beautify fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) καλλύνω beautify fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλῦνον — καλλύνω beautify pres part act masc voc sg καλλύνω beautify pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλυνεῖς — καλλύνω beautify fut ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλῦναι — καλλύνω beautify aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκαλλύνθαι — καλλύνω beautify perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκαλλύνθη — καλλύνω beautify aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλύνῃ — καλλύ̱νῃ , καλλύνω beautify aor subj mid 2nd sg καλλύ̱νῃ , καλλύνω beautify aor subj act 3rd sg καλλύ̱νῃ , καλλύνω beautify pres subj mp 2nd sg καλλύ̱νῃ , καλλύνω beautify pres ind mp 2nd sg καλλύ̱νῃ , καλλύνω beautify pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλυνούσας — καλλυνούσᾱς , καλλύνω beautify fut part act fem acc pl (attic epic doric) καλλυνούσᾱς , καλλύνω beautify fut part act fem gen sg (doric) καλλῡνούσᾱς , καλλύνω beautify pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) καλλῡνούσᾱς , καλλύνω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)