- καλλόσυνος
καλλόσυνος, poet. = καλός, Eur. Or. 1388 καλλοσύνας Λήδας σκύμνου, was auch substantivisch gefaßt werden kann.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλόσυνος, poet. = καλός, Eur. Or. 1388 καλλοσύνας Λήδας σκύμνου, was auch substantivisch gefaßt werden kann.
http://www.zeno.org/Pape-1880.