- ζαλαίνω
ζαλαίνω, = μωραίνω, Hesych. (vgl. ἀλαίνω).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζαλαίνω, = μωραίνω, Hesych. (vgl. ἀλαίνω).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζαλαίνω — (ΑΜ) μσν. περιτριγυρίζω, περιδιαβαίνω αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «μωραίνω» … Dictionary of Greek