κνημία

κνημία

κνημία, , Radspeiche, Poll. 10, 157 u. 7, 116 aus Lys.; bei Hesych. auch τὰ ὀρϑὰ ξύλα τῶν ϑρόνων.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κνημία — κνημίᾱ , κνημία leg fem nom/voc/acc dual κνημίᾱ , κνημία leg fem nom/voc sg (attic doric aeolic) κνημίον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνημία — η (AM κνημία) [κνήμη] ακτίνα τροχού αρχ. 1. (κατά τον Ησύχ.) α) το αντικνήμιο* β) στον πληθ. αἱ κνημίαι i) τα καλύμματα τής άμαξας ii) φθορές 2. (κατά τον Φώτ.) το πόδι καρέκλας …   Dictionary of Greek

  • κνημίας — κνημίᾱς , κνημία leg fem acc pl κνημίᾱς , κνημία leg fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνημίαι — κνημίᾱͅ , κνημία leg fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνημίαν — κνημίᾱν , κνημία leg fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνήμη — Το τμήμα του κάτω άκρου, δηλαδή του ποδιού, που περιλαμβάνεται μεταξύ των αρθρώσεων του γόνατος και της ποδοκνημικής· ανατομικά, διακρίνεται σε δύο μέρη: το εμπρός και το πίσω, που χωρίζονται μεταξύ τους από έναν υμένα που εκτείνεται μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • πλατυκνημία — η, Ν ανατ. ανώμαλη διαμόρφωση τού οστού τής κνήμης κατά την οποία ένα τμήμα του είναι πεπλατυσμένο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. platycnemia < πλατυ * + κνημία < κνημος < κνήμη)] …   Dictionary of Greek

  • πλατύ- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, ὁλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πλατύς με σημ. «φαρδύς, ευρύς, παχύς, πληθωρικός, μεγάλος, άνετος». Στο επίθ. πλατύς ανάγονται και ορισμένοι ξεν. επιστημονικοί όροι που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”