γαλαθηνός — sucking masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλαθηνός — ή, ό (AM γαλαθηνός, ή, όν) (για βρέφη και νεογνά ζώων) αυτός που θηλάζει ακόμη, που δεν τρώει ακόμη στερεά τροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα + θη , θήσθαι (απρμφ. ενεστ. με σημασία «θηλάζειν») + (επίθημα) νο ς κατά το αγανός (πρβλ. επιήρανος, θαλπνός,… … Dictionary of Greek
γαλαθηνά — γαλαθηνός sucking neut nom/voc/acc pl γαλαθηνά̱ , γαλαθηνός sucking fem nom/voc/acc dual γαλαθηνά̱ , γαλαθηνός sucking fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλαθηνῶν — γαλαθηνός sucking fem gen pl γαλαθηνός sucking masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλαθηνόν — γαλαθηνός sucking masc acc sg γαλαθηνός sucking neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλαθηναί — γαλαθηνός sucking fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλαθηνοῖς — γαλαθηνός sucking masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλαθηνοί — γαλαθηνός sucking masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλαθηνοῦ — γαλαθηνός sucking masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλαθηνούς — γαλαθηνός sucking masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλαθηνῷ — γαλαθηνός sucking masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)