- καλαμη-τόμος
καλαμη-τόμος, Halme abschneidend, mähend, An. Rh. 4, 986.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλαμη-τόμος, Halme abschneidend, mähend, An. Rh. 4, 986.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλαμητόμος — καλαμητόμος, ον (Α) αυτός που κόβει, που θερίζει το καλάμι τού σταριού, θεριστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλάμη + τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λαιμη τόμος, υλο τόμος] … Dictionary of Greek