καλαμητρίς

καλαμητρίς

καλαμητρίς, ίδος, ἡ, dasselbe, Poll. 1, 222.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καλαμητρίδας — καλαμητρίς fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλαμητρίδες — καλαμητρίς fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλαμήτρια — και καλαμητρίς, ἡ (Α) [καλαμώμαι] αυτή που συλλέγει καλάμια, που σταχυολογεί τα υπολείμματα μετά τον θερισμό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”