- καλαμευτής
καλαμευτής, ὁ, 1) der Schnitter, Mäher, Theocr. 5, 111, Schol. ϑεριστής. – 2) der Angler, Archi. 17 (X, 8) Agath. 28 (VI, 167) u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλαμευτής, ὁ, 1) der Schnitter, Mäher, Theocr. 5, 111, Schol. ϑεριστής. – 2) der Angler, Archi. 17 (X, 8) Agath. 28 (VI, 167) u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλαμευτής — καλαμευτής, ὁ (Α) 1. θεριστής 2. ψαράς που ψαρεύει με καλαμίδι*. [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. «θεριστής» η λ. προέρχεται από τον τ. καλάμη, ενώ με τη σημ. «ψαράς» από τη λ. κάλαμος] … Dictionary of Greek
καλαμευτής — reaper masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαμευτά — καλαμευτά̱ , καλαμευτής reaper masc nom/voc/acc dual καλαμευτής reaper masc voc sg καλαμευτής reaper masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαμευτάς — καλαμευτά̱ς , καλαμευτής reaper masc acc pl καλαμευτά̱ς , καλαμευτής reaper masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλαμος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του ποταμού Μαιάνδρου και φίλος μίας των Ωρών και του Καρπού, γιου του Ζέφυρου. Όταν κάποια μέρα, ενώ κολυμπούσαν και οι τρεις στα νερά του Μαιάνδρου, ο Καρπός πνίγηκε, ο Κ. ζήτησε από τον πατέρα του vα ακολουθήσει … Dictionary of Greek
καλάμη — καλάμη, ἡ (Α) 1. το στέλεχος τού σταχιού τών σιτηρών, κυρίως τού σταριού 2. ό,τι απομένει από τα στάχια στο έδαφος μετά τον θερισμό, η καλαμιά, το άχυρο 3. μτφ. λείψανο, νεκρός, πτώμα 4. κάλαμος, καλάμι 5. (μτφ., για γέροντα) ό,τι απόμεινε από τη … Dictionary of Greek