καλαμ-αύλης

καλαμ-αύλης

καλαμ-αύλης, , Rohrflötenbläser, Ath. IV, 176 d.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κεραταύλης — κεραταύλης, ὁ (Α) κεραύλης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, ατος + αύλης (< αὐλός), πρβλ. καλαμ αύλης, σπονδ αύλης] …   Dictionary of Greek

  • κεραύλης — κεραύλης, ὁ (Α) αυλητής που έπαιζε αυλό κατασκευασμένο από κέρατο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + αύλης (< αυλός), πρβλ. καλαμ αύλης, χορ αύλης] …   Dictionary of Greek

  • τυμβαύλης — ὁ, Α αυτός που κατά τη διάρκεια τών κηδειών έπαιζε με τον αυλό του επιτύμβια άσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + αύλης (< αὐλός), πρβλ. καλαμ αύλης, χορ αύλης] …   Dictionary of Greek

  • πρωταύλης — ὁ, Α αρχηγός, επικεφαλής τών αυλητών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + αύλης (< αὐλός), πρβλ. καλαμ αύλης] …   Dictionary of Greek

  • τριηραύλης — ὁ, Α αυλητής που έδινε στους κωπηλάτες τών τριήρων τον ρυθμό και τον χρόνο τής κωπηλασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριήρης + αύλης (< αὐλός), πρβλ. καλαμ αύλης] …   Dictionary of Greek

  • χοραύλης — ὁ, Α μουσικός που συνοδεύει τον χορό με τον αυλό, αυλητής («Ἀναξήνορες δὲ κιθαρῳδοὶ καὶ Ξοῡθοι χοραῡλαι», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + αύλης (< αὐλῶ < αὐλός), πρβλ. καλαμ αύλης] …   Dictionary of Greek

  • ραπαύλης — και ῥαππαύλας και ῥαπαταύλης και ῥαπταύλης, ὁ, ΜΑ ο αυλητής, αυτός που παίζει με καλάμι από ράπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάπα + αὐλός (πρβλ. καλαμ αύλης), Ο τ. ῥαπαταύλης < ῥαπατήν, διαφορετική ανάγνωση τής λ. ῥάπα στο χωρίο τού Ησύχ. (βλ. ῥάπα), ενώ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”