- καθείατο
καθείατο, ep. = ἐκάϑηντο.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καθείατο, ep. = ἐκάϑηντο.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καθείατο — κάθημαι to be seated plup ind mid 3rd pl καθίημι let fall plup ind mp 3rd pl (epic ionic) καταέννυμι clothe plup ind pass 3rd pl (epic) καταέννυμι clothe plup ind pass 3rd pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μητιώ — μητιῶ, άω (Α) [μήτις (Ι)] 1. μελετώ, διαβουλεύομαι, σκέπτομαι («καθείατο μητιόωντες βουλάς», Ομ. Ιλ.) 2. σχεδιάζω, μηχανεύομαι, επινοώ («νόστον Ὀδυσσῆι... μητιόωσα», Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek