- καθ-ελεῖν
καθ-ελεῖν, s. καϑ-αιρέω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καθ-ελεῖν, s. καϑ-αιρέω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δε — (I) δὲ (Α) (δεικτικό εγκλιτικό μόριο) 1. φανερώνει κίνηση προς τόπο (α. οἶκονδε, οἶκαδε προς το σπίτι, προς την πατρίδα β. Ἐλευσίναδε προς την Ελευσίνα) 2. προσέγγιση σε κάποιο πρόσωπο ή στην κατοικία του (Πηλεϊωνάδε προς τον γιο τού Πηλέως) 3.… … Dictionary of Greek