- κνηκο-ειδής
κνηκο-ειδής, ές, sasslorähnlich, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κνηκο-ειδής, ές, sasslorähnlich, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κνηκοειδής — κνηκοειδής, ες (Α) αυτός που μοιάζει με κνήκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνῆκος + ειδής (< εἶδος)] … Dictionary of Greek