κνήκος — κνῆκος, ό, ή (AM, Α και κνήκη, ἡ) 1. το γένος φυτών κάρθαμος, ένα είδος τού οποίου χρησιμοποιούνταν για την εξαγωγή χρωστικής ουσίας 2. το φυτό κνίκος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *kenәko «χρυσοκόκκινος, χρυσοκίτρινος», όπως και το αντίστοιχο… … Dictionary of Greek
κνηκός — κνηκός, ή, όν και δωρ. τ. κνακός, ά, όν (Α) αυτός που έχει το χρώμα τού κνήκου, ο κιτρινοκόκκινος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κνήκος] … Dictionary of Greek
κνῆκος — safflower fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνακός — κνηκός, ή, όν (δωρ. τ.) βλ. κνηκός … Dictionary of Greek
κνηκόν — κνηκός pale yellow masc acc sg κνηκός pale yellow neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνᾶκον — κνηκός pale yellow masc/fem voc sg κνηκός pale yellow neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνῆκον — κνῆκος safflower fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνήκου — κνῆκος safflower fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνήκους — κνῆκος safflower fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνήκῳ — κνῆκος safflower fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνήκινος — κνήκινος, ίνη, ον (Α) [κνήκος] αυτός που λαμβάνεται από το φυτό κνήκος … Dictionary of Greek