γαλεός

γαλεός

γαλεός, , ein Haifisch, fleckig. nach dem Wiesel benannt, Arist. H. A. 5, 10 u. öfter; Ael. H. A. 1, 55.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γαλεός — dog fish masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαλέος — Με την ονομασία αυτή χαρακτηρίζονται δύο είδη πλευροτρηματικών χονδριχθύων, με μορφή σκυλόψαρου, του γένους μούστελους, της οικογένειας των καρχαρινιδών. Ο γ. ο κοινός έχει μέσο μήκος 80 εκ., αλλά μπορεί να φτάσει και τα 160 εκ. Τα δόντια του… …   Dictionary of Greek

  • γαλέος — ο είδος ψαριού, ο δροσίτης: Στην ψαροταβέρνα παράγγειλα γαλέο στη σχάρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γαλεοῖς — γαλεός dog fish masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαλεοί — γαλεός dog fish masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαλεοῦ — γαλεός dog fish masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαλεούς — γαλεός dog fish masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαλεῶν — γαλεός dog fish masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαλεῷ — γαλεός dog fish masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαλεόν — γαλεός dog fish masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαλεώτης — γαλεώτης, ο (Α) 1. είδος κηλιδωτής σαύρας, ο ασκαλαβώτης* 2. ο ξιφίας 3. η ικτίς 4. φρ. «γαλεώτης γέρων» γέρος ψαρομάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλέη, γαλή + (επίθημα) ώτης με τις σημ. 1 και 3, ενώ < γαλεός + (επίθημα) ώτης με τη σημ. 2, εκτός αν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”